Αποκάλυψη βόμβα για τον θάνατο της Ανθής: Είχε προσπαθήσει να την σκοτώσει η πεθερά της!

Είναι παραμονές Χριστουγέννων.
Στο παραμυθένιο Βελβεντό, μια κωμόπολη έξω από την Κοζάνη, η 37χρονη Ανθή Λινάρδου κάθεται στον καναπέ του μεγάλου σαλονιού και πλέκει «μανιασμένα». Τα παιδιά της, ο 8χρονος Μανώλης και οι πεντάχρονες δίδυμες Ευανθία και Παρασκευή, βρίσκονται στο σχολείο ενώ ο άνδρας της, ο Τάσος, στα κτήματα.

Η Ανθή θέλει να σηκωθεί. Θέλει να περπατήσει, να τρέξει, να φύγει από τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού που αισθάνεται να την πνίγει, αλλά δεν μπορεί. Το πόδι της είναι σπασμένο από «γλίστρα στη σκάλα», όπως λέει η γειτονιά. Σε κάποια στιγμή, πιάνει το κινητό της και πληκτρολογεί το νούμερο μιας φίλης που μένει λίγα μέτρα παραπάνω: «Καλημέρα», της λέει. «Ξέρεις, δεν αντέχω άλλο αυτό το σπάσιμο, αυτή την κλεισούρα. Θέλω να σηκωθώ. Να πάω κάπου. Να κάνω κάτι. Πώς το ’παθα αυτό;». Η φίλη της γελά δυνατά και της λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Τι τα ψάχνεις, βρε Ανθούλα μου; Ολοι εδώ στο χωριό τον βρήκαμε τον ένοχο. Λέμε πως η πεθερά σου έριξε λάδια και νερά στις σκάλες για να σκοτωθείς, αλλά τελικά δεν τα κατάφερε. Πρόσεχε, Ανθή, πρόσεχε, μην τα καταφέρει την επόμενη φορά...». 

Το τηλέφωνο κλείνει και η Ανθή κοιτάζει το κενό παίζοντας με τις αναμνήσεις. Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στον Πειραιά, τη χαρά της όταν πέρασε στο ΤΕΙ Μηχανολογίας στην Κοζάνη, τη γνωριμία της με τον γοητευτικό Τάσο Τσιουχάρα όταν δούλευε σε τεχνικό γραφείο της πόλης, τον γάμο τους στην κεντρική εκκλησία του χωριού, το ξέφρενο γλέντι στον Τσελίκα, τον ερχομό των λατρεμένων της παιδιών.  

Χαμογελά και ύστερα το χαμόγελο παγώνει. Νιώθει τα μελίγγια της να χτυπάνε όταν φέρνει στο μυαλό της το μίσος που τρέφει για εκείνην η πεθερά της, η Αθηνά, η αντιπάθεια που αισθάνεται να καθρεφτίζεται στα μάτια του πεθερού της Μανώλη κάθε φορά που την κοιτάζει, οι βαριές κουβέντες που έχει ακούσει όλα αυτά τα χρόνια από τις αδελφές του άνδρα της. Η Ανθή θέλει να φύγει, αλλά δεν μπορεί. Και δεν είναι μόνο το σπασμένο πόδι που την κρατά αιχμάλωτη στο σπίτι... Ο Τάσος επιστρέφει. Της λέει πως έξω έχει κρύο. Πως αυτά τα Χριστούγεννα μπορεί και να χιονίσει. Οτι δεν είναι καλή ιδέα να ταξιδέψουν χρονιάρες μέρες με τα παιδιά για Πειραιά. Οχι. Η Ανθή είναι ανένδοτη. Αυτά τα Χριστούγεννα θα φύγει. Θα πάρει τα παιδιά και θα φύγει. Για λίγες μέρες μόνο. Θέλει να δει τη μάνα της, την αδελφή της και τις παιδικές της φίλες στον Πειραιά. Θέλει να μυρίσει θάλασσα. Πνίγηκε, λέει, από τον αέρα του βουνού. 

Ο Τάσος φτιάχνει βαλίτσες. Νευρικά, άτσαλα, πιεστικά. Λίγες ώρες μετά η πενταμελής οικογένεια επιβιβάζεται στο αυτοκίνητο με προορισμό τον Πειραιά. Η Ανθή επιτέλους χαμογελά. Δύο γειτόνισσες τη χαιρετούν από τον δρόμο την ίδια στιγμή που η μία σιγοψιθυρίζει στην άλλη: «Φοβάμαι πως η Ανθή δεν θα γυρίσει πίσω ποτέ. Πώς να τον αντέξεις τον Μουρλιό και το μουρλιόσογό του;». Μικρός τόπος το Βελβεντό. Επαρχία που δεν σ’ αφήνει να γλιτώσεις από τον καλό και τον κακό λόγο. Στενό όπου κάθε σου «άνοιγμα» είναι ορατό στα βλέμματα όλων. Κι όμως. Από την πρώτη μέρα που η Πειραιώτισσα πάτησε το πόδι της σ’ αυτόν εδώ τον τόπο όλοι την αγάπησαν. 

Ολοι εκτός από την οικογένεια του άνδρα της, που δεν ήθελε μία «ξένη στα πόδια της». Πίσω από τους πέτρινους τοίχους των παραδοσιακών σπιτιών όλοι γνώριζαν την αλήθεια: με την οικογένεια του Μανώλη Τσιουχάρα κάτι δεν πήγαινε καλά. Στο χωριό είχαν το παρατσούκλι «μουρλιοί» - ο «καλλιτέχνης κλαρινιτζής» κυρ Μανώλης ήταν γνωστός για τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του, η γυναίκα του κυρα-Αθηνά διάσημη για τους καβγάδες της στην γειτονιά, οι αδερφές του «γραφικές», ο αδερφός του, μοναχικός, δύστροπος, αντικοινωνικός. Ολοι ήξεραν κι όλοι απορούσαν. Πώς η όμορφη Πειραιώτισσα, αυτό το έξω καρδιά κορίτσι με το χαμόγελο στα χείλη και την καλοσύνη στην ψυχή, επέλεξε αυτόν τον άνδρα κι αυτή την οικογένεια. 


Share on Google Plus

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου